σεφτές

σεφτές
ο, Ν
1. η πρώτη πώληση τής ημέρας, καθώς και τα χρήματα που εισπράττονται από αυτήν
2. φρ. α) «κάνω σεφτέ»
i) κάνω την πρώτη πώληση τής ημέρας, εισπράττω τα πρώτα χρήματα
ii) συνεκδ. αρχίζω ένα έργο, μια δουλειά
β) «έχει καλό σεφτέ» — φέρνει γούρι, είναι γούρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siftah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεφτές — ο έ (λ. τουρκ.), μόνο στον ενικό, το πρώτο πούλημα της ημέρας: Δεν έκανα σεφτέ ακόμη. – Θα αγοράσω κάτι, για να σου κάνω σεφτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • saftea — SAFTEÁ s.f. (pop. şi fam.) Prima vânzare pe care o face un negustor dintr o marfă (nouă) la începutul unei zile, al unei săptămâni etc.; p. ext. început norocos al unei afaceri. ♦ fig. Prima întrebuinţare a unui lucru. [var.: (reg.) săfteá s.f.]… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”