- σεφτές
- ο, Ν1. η πρώτη πώληση τής ημέρας, καθώς και τα χρήματα που εισπράττονται από αυτήν2. φρ. α) «κάνω σεφτέ»i) κάνω την πρώτη πώληση τής ημέρας, εισπράττω τα πρώτα χρήματαii) συνεκδ. αρχίζω ένα έργο, μια δουλειάβ) «έχει καλό σεφτέ» — φέρνει γούρι, είναι γούρικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siftah].
Dictionary of Greek. 2013.